- -λόγιο
- (AM -λόγιον και Μ -λόγιν)β' συνθετικό ουδέτερων ονομάτων από το ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «ομιλώ, λέω» (πρβλ. ημερολόγιο, ωρολόγιο, μοιρολόγιο, τιμολόγιο) είτε με τη σημ. τού «συλλέγω, συγκεντρώνω», οπότε και λειτούργησε ως περιληπτική παραγωγική κατάληξη (πρβλ. ευχολόγιο, λεξιλόγιο, υβρεολόγιο). Η μορφή -λόγιο σε ορισμένα νεοελλ. σύνθετα (με σίγηση τού ηχητικού -ο και τού ενδοφωνηεντικού -γ-) εξελίχθηκε σε -λόγι και -λόι (πρβλ. μοιρολό[γ]ι, αρχοντολό[γ]ι).Σύνθετα σε -λόγιο(ν): ανθολόγιο(ν), εορτολογίων), ημερολόγιο(ν), οψολόγιο(ν), υμνολόγιο(ν), χρησμολόγιο(ν), ωρολόγιο(ν)αρχ.δεκατηλόγιον, επιλόγιον, μεταλόγιον, ξενολόγιον, ομολόγιον, οστολόγιον, πεντηκοστολόγιον, σιτολόγιον, υδρολόγιοννεοελλ.αγιολόγιο, αναλόγιο, ανεμολόγιο, αριθμητολόγιο, ασματολόγιο, βαθμολόγιο, γενεαλόγιο, δασμολόγιο, δειγματολόγιο, δημοτολόγιο, διαιτολόγιο, δραματολόγιο, δρομολόγιο, εδεσματολόγιο, ειρμολόγιο, ενδυματολόγιο, ερωτηματολόγιο, ευχολόγιο, ζυγολόγιο, θεσμολόγιο, κομβολόγιο, κοστολόγιο, κτηματολόγιο, λεξιλόγιο, μαθητολόγιο, μαρτυρολόγιο, μηνολόγιο, μισθολόγιο, ναυτολόγιο, νεκρολόγιο, νηολόγιο, ονοματολόγιο, ποινολόγιο, σεισμολόγιο, σηματολόγιο, συνταγματολόγιο, συσσιτολόγιο, τιμολόγιο, τοκολόγιο, υβρεολόγιο, υποθηκολόγιο, χρονολόγιο].
Dictionary of Greek. 2013.